Κάτω Ταρσός

Κάτω Ταρσός
Ορεινός οικισμός (υψόμ. 1.040 μ., 20 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 100 χλμ. Δ της πόλης της Κορίνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φενεού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ταρσός — I Πόλη της Τουρκίας στον νομό Ιτσέλ (Αδάνων) (160.150 κάτ.). Είναι χτισμένη ανάμεσα στα Άδανα και στη Μερσίνα και αποτελεί σημαντικό κέντρο οικονομικής δραστηριότητας. Η πόλη αυτή είναι αρχαιότατη και, σύμφωνα με την παράδοση, ιδρύθηκε από τους… …   Dictionary of Greek

  • πτηνά — Τάξη σπονδυλωτών ιδιαίτερα προσαρμοσμένων για την πτήση εξαιτίας της μετατροπής των μπροστινών άκρων σε φτερούγες. Τα π. είναι ζώα ομοιόθερμα, δηλαδή με σταθερή θερμοκρασία του σώματος, κατά μέσο όρο υψηλότερη από τη θερμοκρασία των θηλαστικών.… …   Dictionary of Greek

  • άλογο — Λέγεται και ίππος και επιστημονικά ίππος ο ήμερος. Το ά., που είναι πολύ διαδεδομένο, είναι θηλαστικό περιττοδάχτυλο της υπόταξης των ιππομόρφων, της οικογένειας των ιππιδών. Το θηλυκό καλείται φοράδα ή φορβάς. Το σώμα του, με πολύ αρμονικές… …   Dictionary of Greek

  • άντζα — η (Μ ἄντζα) 1. η λακκούβα κάτω από το γόνατο, και επεκτ. η κνήμη 2. ο μηρός 3. το σκέλος 4. ο ταρσός. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη αβέβαιης ετυμολογίας παρά το πλήθος των προτεινόμενων ετυμολογικών ερμηνειών. Πιθανώς < ουσ. αντζί < αντίον «εργαλείο… …   Dictionary of Greek

  • κουπί — Κομμάτι ξύλου διαμορφωμένο κατά τέτοιον τρόπο ώστε να χρησιμεύει για την πρόωση σκάφους με τη χρησιμοποίηση της μυϊκής δύναμης του ανθρώπου. Το κ. είναι μοχλός δεύτερου είδους, στον οποίο και η δύναμη και η αντίσταση εφαρμόζονται αντίστοιχα στη… …   Dictionary of Greek

  • μετατάρσιος — α, ο 1. (ανατ. ζωολ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μετατάρσιο 2. φρ. «μετατάρσια οστά» ανατ. πέντε μικρά επιμήκη οστά που αρθρώνονται μεταξύ τών ταρσικών οστών και τών δακτύλων τών κάτω άκρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + τάρσιος (< ταρσός… …   Dictionary of Greek

  • ταρσοπέδιλοι — οἱ, Μ αυτοί που έχουν κάτω ή γύρω από τους ταρσούς πέδιλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταρσός + πέδιλον] …   Dictionary of Greek

  • ταρσορραφία — η, Ν ιατρ. συρραφή τού επάνω βλεφάρου με το κάτω με σκοπό είτε τη στένωση βλεφαρικής σχισμής, σε περίπτωση παράλυσης τού προσωπικού νεύρου, είτε την κατάργησή της σε βαριές φλεγμονές στο εμπρόσθιο τμήμα τού ματιού, αλλ. βλεφαρορραφία. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”